- σμπαράρω
- Ν1. ρίχνω σμπάρο, πυροβολώ2. σπάζω, θρυμματίζω3. (για πυροβόλο) εκπυρσοκροτώ4. σχίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbarrare «κλείνω, φράζω, συσφίγγω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σμπαράρω — σμπάραρα (λ. ιταλ.), πυροβολώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σμπαράρισμα — το, Ν [σμπαράρω] εκπυρσοκρότηση, πυροβολισμός … Dictionary of Greek